- κομματιάζω
- (Μ κομματιάζω) [κομμάτι]διαμελίζω, τεμαχίζω, κάνω κάτι κομμάτιανεοελλ.μέσ. κομματιάζομαια) προσπαθώ με όλες τις δυνάμεις μουβ) υφίσταμαι υπερβολική κόπωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομματιάζω — κομματιάζω, κομμάτιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κομματιάζω — κομμάτιασα, κομματιάστηκα, κομματιασμένος 1. κάνω κάτι κομμάτια, τεμαχίζω: Τον κομμάτιασαν το λαγό τα σκυλιά. 2. το μέσ., κομματιάζομαι προσπαθώ μ όλες μου τις δυνάμεις: Κομματιάστηκε να μας περιποιηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… … Dictionary of Greek
μιστύλλω — (Α) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. *μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω) αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… … Dictionary of Greek
περιθρύπτω — Α κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
αγριοδαίτης — ἀγριοδαίτης, ο (Α) αυτός που τρώει άγριους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + δαίτης < δαίομαι, δαίνυμι (κομματιάζω τρώγω)] … Dictionary of Greek
αιγίζω — αἰγίζω (Α) [αἰγίς] σχίζω, κομματιάζω … Dictionary of Greek
ακομμάτιαστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε ή δεν μπορεί να κοπεί σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κομματιαστός < κομματιάζω] … Dictionary of Greek
αμυγδαλοκατάκτης — ἀμυγδαλοκατάκτης, ο (Α) ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυγδαλή, ον + κατάκτης < κατάγνυμι «θρυμματίζω, κατακερματίζω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek